- δικηγορικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δικηγόρο2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δικηγορικάα) η αμοιβή τού δικηγόρουβ) περιοχή οικιστικού συνεταιρισμού δικηγόρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < δικηγόρος. Η λ. μαρτυρείται στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Σκαρλάτου Βυζαντίου].
Dictionary of Greek. 2013.